- συνδιαβαστάζω
- Μ [διαβαστάζω]1. βαστάζω ένα φορτίο μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον2. μτφ. έχω μια φροντίδα μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδιαβαστάσαι — συνδιαβαστά̱σᾱͅ , συνδιαβαστάζω carry through together with fut part act fem dat sg (doric) συνδιαβαστάζω carry through together with aor inf act συνδιαβαστάσαῑ , συνδιαβαστάζω carry through together with aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)